Προσαρμογή Των Παιδιών Στο Χωρισμό Των Γονέων
Από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1970, η επίδραση του διαζυγίου στα παιδιά αποτέλεσε σημαντικό θέμα έρευνας της ψυχολογίας, της κοινωνιολογίας και της παιδαγωγικής.
Από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1970, η επίδραση του διαζυγίου στα παιδιά αποτέλεσε σημαντικό θέμα έρευνας της ψυχολογίας, της κοινωνιολογίας και της παιδαγωγικής. Στην έρευνα αυτή συνέβαλαν και άλλοι παράγοντες, κυρίως όμως η μεγάλη αύξηση του αριθμού των διαζυγίων. Ποικίλοι κοινωνικοί, οικογενειακοί και ατομικοί παράγοντες παίζουν σημαντικό ρόλο στην επίδραση του διαζυγίου στα παιδιά και στη μετέπειτα προσαρμογή τους. Κοινωνικές αξίες και πρότυπα επηρεάζουν την αντίληψη των παιδιών για το διαζύγιο και έμμεσα τις αντιδράσεις τους. Έρευνες έχουν δείξει ότι το ενδεχόμενο κοινωνικό στίγμα και τα αρνητικά στερεότυπα για τους γονείς που έχουν χωρίσει, για την προσαρμογή των παιδιών και για τη λειτουργία της οικογένειας μετά το διαζύγιο επιδρούν αρνητικά σε όλα τα μέλη της οικογένειας.
Πολυάριθμες έρευνες έχουν δείξει ότι οι παράμετροι που συσχετίζονται με την προσαρμογή των παιδιών μετά το διαζύγιο είναι ποικίλες, αλλά η διερεύνηση της σύνθετης αλληλεπίδρασης των παραμέτρων αυτών προσδιορίζει τους παράγοντες «κινδύνου» καθώς και τους «προστατευτικούς» παράγοντες για την προσαρμογή και την καλή υγεία των παιδιών. Τα παιδιά των χωρισμένων γονέων και των γονέων που έχουν ξαναπαντρευτεί εμφανίζουν περισσότερες ψυχοκοινωνικές δυσκολίες συγκριτικά με τα παιδιά των οποίων οι γονείς δεν έχουν χωρίσει ποτέ. Ωστόσο, παρατηρείται μεγάλη διαφωνία σχετικά με την έκταση, το βαθμό και τη διάρκεια των προβλημάτων αυτών εξαιτίας των τόσο διαφορετικών αντιδράσεων των παιδιών στις μεταβατικές φάσεις της συζυγικής κατάστασης των γονέων τους.
Τα αποτελέσματα των ερευνών και πολλών ανασκοπήσεων δεν καταλήγουν σε ομόφωνα συμπεράσματα. Συχνά είναι αντιφατικά, υποστηρίζοντας είτε ότι το διαζύγιο έχει περισσότερες αρνητικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη των παιδιών είτε ότι έχει μεγάλες και μακροχρόνιες επιπτώσεις. Έχει διαπιστωθεί ότι το διαζύγιο δεν συνεπάγεται απαραίτητα αρνητικές ψυχολογικές επιδράσεις για τα παιδιά. Η διαβίωση και η έκθεση κατά την παιδική και εφηβική ηλικία σε περιβάλλον με συνεχείς συγκρούσεις και εχθρότητα για μεγάλα χρονικά διάστημα πριν και μετά το χωρισμό έχει μεγαλύτερη συσχέτιση με την εμφάνιση προβλημάτων στα παιδιά από ότι το ίδιο το γεγονός του διαζυγίου. Οι έντονες συγκρούσεις και διαφωνίες των γονέων συσχετίζονται με διαπροσωπικά και ενδοπροσωπικά προβλήματα στα παιδιά και τους εφήβους. Τα παιδιά όπου ζουν σε οικογένειες όπου οι γονείς τους παραμένουν παντρεμένοι, αλλά εκφράζουν συνεχείς έντονες συγκρούσεις και διαφωνίες, εμφανίζουν περισσότερα προβλήματα ψυχολογικής προσαρμογής και αυτοεκτίμησης από ότι τα παιδιά χωρισμένων γονέων ή οικογενειών με μικρές συγκρούσεις.
Αποτελέσματα διαχρονικών ερευνών έχουν δείξει ότι το μεγαλύτερο μέρος των δυσκολιών των παιδιών και των προβλημάτων στην οικογένεια, που θεωρούνται αποτέλεσμα του διαζυγίου, προϋπάρχουν του χωρισμού των γονέων.Παρόλο που οι γονείς πολλές φορές προσπαθούν να κρύψουν τις διαφωνίες τους από τα παιδιά, τα παιδιά συνήθως αντιλαμβάνονται ότι υπάρχουν προβλήματα στις σχέσεις των γονέων τους. Ακόμα και τα μικρά παιδιά μπορούν να αντιληφθούν τα μη λεκτικά μηνύματα μεταξύ των γονέων τους και να αισθανθούν άγχος μέσα στην τεταμένη ατμόσφαιρα του σπιτιού. Αν και πολλά παιδιά έχουν πιθανότατα συνηθίσει τους συχνούς καβγάδες των γονιών τους, τους οποίους βιώνουν καθημερινά, δεν παραδέχονται ότι υπάρχει κάποιο σημαντικό πρόβλημα μεταξύ τους. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο ότι, προσπαθώντας να αντιμετωπίσουν αυτή τη δυσάρεστη κατάσταση, «αρνούνται» ότι υπάρχουν δυσκολίες, και εν μέρει στο ότι η κατάσταση αυτή είναι η «φυσιολογική» καθημερινότητα για τα παιδιά αυτά, γιατί απλώς δεν έχουν γνωρίσει κάτι διαφορετικό.
Συνεπώς, τα παιδιά συνήθως εκπλήσσονται όταν μαθαίνουν ότι οι γονείς τους θέλουν να ζήσουν χωριστά. Όλα τα παιδιά εκφράζουν έντονη άρνηση στο χωρισμό των γονέων τους και τρομάζουν για το αβέβαιο δικό τους μέλλον. Μόνο λίγα παιδιά, στην εφηβική κυρίως ηλικία, επιθυμούν το χωρισμό και εκφράζουν ανακούφιση, κυρίως όπου ο γονέας που φεύγει, ο πατέρας συνήθως, εκδηλώνει βάναυση συμπεριφορά και κακοποιεί τα ίδια και τη μητέρα τους.Όπως υποστηρίζει η Δρ. Χατζηχρήστου Γ.Χ. (1999) παρόλο που σε πολλές μελέτες και έρευνες το διαζύγιο αναφέρεται συνήθως ως η αρχή της μεταβατικής διαδικασίας, ο φυσικός χωρισμός των γονέων αποτελεί μια ιδιαίτερα σημαντική και τραυματική εμπειρία για τα παιδιά. Πολλά παιδιά έχουν πολύ έντονες μνήμες από την ημέρα «που ο μπαμπάς (ή η μαμά) έφυγε από το σπίτι», ενώ πολλές φορές δεν γνωρίζουν ακριβώς το τέλος της νομικής διαδικασίας και την έκδοση του διαζυγίου. Επίσης, πολλές από τις επακόλουθες αλλαγές στη ζωή της οικογένειας εμφανίζονται μετά το φυσικό χωρισμό των γονέων. Η θεώρηση, επομένως, του φυσικού χωρισμού ως αρχής της μεταβατικής διαδικασίας προσδιορίζει με μεγαλύτερη ακρίβεια την πορεία των αλλαγών και της προσαρμογής όλων των μελών της οικογένειας.
Με εκτίμηση,
Φρροκάι Φ.